ἀνάσπασμα

ἀνάσπασμα
ἀνά-σπασμα, ατος, τό,
A uprooted plant,

σελίνου Eust.679.34

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀνάσπασμα — uprooted plant neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάσπασμα — (I) το (Μ ἀνάσπασμα) [ανασπώ] το ξεριζωμένο φυτό νεοελλ. το ξερίζωμα φυτού μετά τη συγκομιδή του καρπού του. (II) το [ανασπάζομαι] ο ασπασμός ιερού λειψάνου, εικόνας, νεκρού, του χεριού κληρικού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”